ἔβαλ'

ἔβαλ'
ἔβᾱλα , βάλλω
throw
aor ind act 1st sg (doric)
ἔβαλε , βάλλω
throw
aor ind act 3rd sg
ἔβᾱλε , βάλλω
throw
aor ind act 3rd sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Εβάλ — Όρος της Παλαιστίνης, το οποίο αναφέρεται στη Βίβλο. Βρίσκεται απέναντι από το όρος Γαριζίν και ονομαζόταν από τους Εβδομήκοντα, Γεβάλ. Ο Ιησούς του Ναυή έχτισε εκεί θυσιαστήριο, εκτελώντας εντολή του Μωυσή, ενώ πάνω στον βωμό του χάραξε τον… …   Dictionary of Greek

  • ANTHEMON — Troianus, Simoisii pater. lege Anthemion. Homer. Il. 4. v. 473. Ἔθ᾿ ἔβαλ᾿ Α᾿νθεμίωνος υἱὸν Τελαμώνιος Ἄιας Ἠΐθεον θαλερὸν, Σιμοείσιον, ἵν ποτε μήτηρ Ἴδηθεν κατιοῦσα, παῤ ὄχθῃσιν Σιμόεντος Γείνατ᾿ …   Hofmann J. Lexicon universale

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”